πολυφροσύνῃ

πολυφροσύνῃ
πολυφροσύνη
fullness of understanding
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολυφροσύνη — ἡ, Α [πολύφρων] 1. πολλή σύνεση, φρόνηση 2. μεγάλη αντίληψη, ευφυΐα …   Dictionary of Greek

  • πολυφροσύνηι — πολυφροσύνῃ , πολυφροσύνη fullness of understanding fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφροσύναις — πολυφροσύνη fullness of understanding fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόλμη — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τόλμα Α 1. θάρρος, αφοβία, σθένος, περιφρόνηση τού κινδύνου (α. «είχε την τόλμη να υψώσει το ανάστημά του απέναντι στους ισχυρούς» β. «ἐκπεπλῆχθαι μὲν ἐπὶ τῇ πολυφροσύνη τε καὶ τόλμη», Ηρόδ.) 2. συνεκδ. (με κακή σημ.) θράσος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”